παντεπόπτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παντεπόπτης < ελληνιστική κοινή παντεπόπτης < αρχαία ελληνική ἐπόπτης < ἐφοράω / ἐφορῶ < ἐπί + ὁράω / ὁρῶ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαντεπόπτης αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία παντεπόπτης