πανσπερμισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πανσπερμισμός < γαλλική panspermie + -ισμός < αρχαία ελληνική πανσπερμία (αντιδάνειο) < παν- + σπέρμα < σπείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sper-
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pan.speɾ.miˈzmos/
Ουσιαστικό επεξεργασία
πανσπερμισμός αρσενικό
- (βιολογία) παλαιότερη θεωρία που υποστηρίζει ότι η ζωή στη γη προήλθε από σπέρματα που μεταφέρθηκαν από άλλους πλανήτες
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πανσπερμισμός
|