πανοσιολογιώτατος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πανοσιολογιώτατος | οι | πανοσιολογιώτατοι |
γενική | του | πανοσιολογιώτατου & πανοσιολογιωτάτου |
των | πανοσιολογιώτατων & πανοσιολογιωτάτων |
αιτιατική | τον | πανοσιολογιώτατο | τους | πανοσιολογιώτατους & πανοσιολογιωτάτους |
κλητική | πανοσιολογιώτατε | πανοσιολογιώτατοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πανοσιολογιώτατος < πανόσιος + λογιώτατος, υπερθετικός του λόγιος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπανοσιολογιώτατος αρσενικό
- (λόγιο) άλλη μορφή του πανοσιολογιότατος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πανοσιολογιώτατος
|