πανοραματικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πανοραματικός < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.no.ɾa.maˈti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐νο‐ρα‐μα‐τι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαπανοραματικός, -ή, -ό
- άλλη μορφή του πανοραμικός [1]
Μεταφράσεις
επεξεργασία πανοραματικός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «πανοραμικός, πανοραματικός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)