Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πανλειτουργισμός οι πανλειτουργισμοί
      γενική του πανλειτουργισμού των πανλειτουργισμών
    αιτιατική τον πανλειτουργισμό τους πανλειτουργισμούς
     κλητική πανλειτουργισμέ πανλειτουργισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πανλειτουργισμός < από τη σύνθεση των λέξεων παν + λειτουργισμός. Απόδοση του αγγλικού functionalism.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πανλειτουργισμός αρσενικό

  1. Θεωρία κατά την οποία, σε διάφορους τομείς, η λειτουργία ενός αντικειμένου (κλπ) πρέπει αντικατοπτρίζεται στην μορφή του, καθώς και στα υλικά που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή του.
  2. (Φιλοσοφία) Ορισμός πνευματικής κατάστασης που λαμβάνει υπόψη τα αίτια και τα αποτελέσματα.
  3. (Κοινωνικές επιστήμες) Ιδέα κατά την οποία η κοινωνική και η πολιτιστική συνοχή είναι αποτέλεσμα της αλληλοεξάρτησης και των αλληλεπιδράσεων των οργάνων μιας κοινωνίας.


Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία