Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λειτουργισμός οι λειτουργισμοί
      γενική του λειτουργισμού των λειτουργισμών
    αιτιατική τον λειτουργισμό τους λειτουργισμούς
     κλητική λειτουργισμέ λειτουργισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λειτουργισμός < λειτουργία + -ισμός < αγγλικά: functionalism, γαλλικά: fonctionnalisme, γερμανικά: Funktionalismus, ιταλικά: funzionalismo || κεντροευρωπαϊκό νοηματικό (όχι λεκτικό) αντιδάνειο ελληνικών λεκτικών μελών

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λειτουργισμός αρσενικό

  1. (πολιτική) πολιτική πεποίθηση σύμφωνα με την οποία αξιακή-ιεραρχική προτεραιότητα έχει το εφικτό γενικό καλό παρά η εμμονή σε ανέφικτο φαντασιακό δόγμα ή προσωπικά αρεστή ιδεολογία
  2. (φιλοσοφία) φιλοσοφική ταύτιση απόψεων περί εγκεφαλικής λειτουργίας με την πληροφορική και την νευροεπιστήμη, ακύρωση της έννοιας ψυχή ή μηχανιστικός-υλικός-αντιμεταφυσικός επαναπροσδιορισμός της
  3. (αρχιτεκτονική) δόγμα σύμφωνα με το οποίο η λειτουργικότητα προέχει της αισθητικής

  Μεταφράσεις επεξεργασία