λειτουργισμός
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λειτουργισμός < λειτουργία + -ισμός < αγγλικά: functionalism, γαλλικά: fonctionnalisme, γερμανικά: Funktionalismus, ιταλικά: funzionalismo || κεντροευρωπαϊκό νοηματικό (όχι λεκτικό) αντιδάνειο ελληνικών λεκτικών μελών
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλειτουργισμός αρσενικό
- (πολιτική) πολιτική πεποίθηση σύμφωνα με την οποία αξιακή-ιεραρχική προτεραιότητα έχει το εφικτό γενικό καλό παρά η εμμονή σε ανέφικτο φαντασιακό δόγμα ή προσωπικά αρεστή ιδεολογία
- (φιλοσοφία) φιλοσοφική ταύτιση απόψεων περί εγκεφαλικής λειτουργίας με την πληροφορική και την νευροεπιστήμη, ακύρωση της έννοιας ψυχή ή μηχανιστικός-υλικός-αντιμεταφυσικός επαναπροσδιορισμός της
- (αρχιτεκτονική) δόγμα σύμφωνα με το οποίο η λειτουργικότητα προέχει της αισθητικής
Μεταφράσεις
επεξεργασία λειτουργισμός