Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παναργολικός η παναργολική το παναργολικό
      γενική του παναργολικού της παναργολικής του παναργολικού
    αιτιατική τον παναργολικό την παναργολική το παναργολικό
     κλητική παναργολικέ παναργολική παναργολικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παναργολικοί οι παναργολικές τα παναργολικά
      γενική των παναργολικών των παναργολικών των παναργολικών
    αιτιατική τους παναργολικούς τις παναργολικές τα παναργολικά
     κλητική παναργολικοί παναργολικές παναργολικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παναργολικός < παν- + αργολικός

  Επίθετο επεξεργασία

παναργολικός

  • ο σχετικός με ολόκληρη την Αργολίδα, ή με όλα τα μέρη της Αργολίδας

  Μεταφράσεις επεξεργασία