Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αργολικός η αργολική το αργολικό
      γενική του αργολικού της αργολικής του αργολικού
    αιτιατική τον αργολικό την αργολική το αργολικό
     κλητική αργολικέ αργολική αργολικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αργολικοί οι αργολικές τα αργολικά
      γενική των αργολικών των αργολικών των αργολικών
    αιτιατική τους αργολικούς τις αργολικές τα αργολικά
     κλητική αργολικοί αργολικές αργολικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αργολικός < Αργολίδα (Αργολίς) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

αργολικός

  • ο σχετικός με την Αργολίδα

  Μεταφράσεις επεξεργασία