Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πανέρημος η πανέρημη το πανέρημο
      γενική του πανέρημου της πανέρημης του πανέρημου
    αιτιατική τον πανέρημο την πανέρημη το πανέρημο
     κλητική πανέρημε πανέρημη πανέρημο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πανέρημοι οι πανέρημες τα πανέρημα
      γενική των πανέρημων των πανέρημων των πανέρημων
    αιτιατική τους πανέρημους τις πανέρημες τα πανέρημα
     κλητική πανέρημοι πανέρημες πανέρημα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πανέρημος < παν- + έρημος

  Επίθετο επεξεργασία

πανέρημος, -η, -ο

  1. τελείως έρημος
  2. τελείως μόνος

  Μεταφράσεις επεξεργασία