Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πανένδοξος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πανένδοξ
ος
η
πανένδοξ
η
το
πανένδοξ
ο
γενική
του
πανένδοξ
ου
της
πανένδοξ
ης
του
πανένδοξ
ου
αιτιατική
τον
πανένδοξ
ο
την
πανένδοξ
η
το
πανένδοξ
ο
κλητική
πανένδοξ
ε
πανένδοξ
η
πανένδοξ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πανένδοξ
οι
οι
πανένδοξ
ες
τα
πανένδοξ
α
γενική
των
πανένδοξ
ων
των
πανένδοξ
ων
των
πανένδοξ
ων
αιτιατική
τους
πανένδοξ
ους
τις
πανένδοξ
ες
τα
πανένδοξ
α
κλητική
πανένδοξ
οι
πανένδοξ
ες
πανένδοξ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πανένδοξος
<
παν-
+
ένδοξος
Επίθετο
επεξεργασία
πανένδοξος, -η, -ο
που έχει αποκτήσει πολύ μεγάλη
δόξα
Συνώνυμα
επεξεργασία
ενδοξότατος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πανένδοξος