παλλαισθησία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παλλαισθησία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pallesthesia < αρχαία ελληνική πάλλω + αἴσθησις
Ουσιαστικό επεξεργασία
παλλαισθησία θηλυκό
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Pallesthesia στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
παλλαισθησία