Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παλιογυναίκα οι παλιογυναίκες
      γενική της παλιογυναίκας των παλιογυναικών
    αιτιατική την παλιογυναίκα τις παλιογυναίκες
     κλητική παλιογυναίκα παλιογυναίκες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλιογυναίκα < παλιο- + γυναίκα[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ʎo.ʝiˈne.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐λιο‐γυ‐ναί‐κα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παλιογυναίκα θηλυκό

  1. κακή, κακότροπη, διεφθαρμένη ή ανήθικη γυναίκα
     συνώνυμα: γύναιο, παλιοβρόμα, παλιοθήλυκο
  2. (κατ’ επέκταση) πόρνη

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία