• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

παλιογύναικο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παλιογύναικο τα παλιογύναικα
      γενική του παλιογύναικου των παλιογύναικων
    αιτιατική το παλιογύναικο τα παλιογύναικα
     κλητική παλιογύναικο παλιογύναικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

παλιογύναικο < παλιο- + γυναίκα + -ο

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

παλιογύναικο ουδέτερο

  • άλλη μορφή του παλιογυναίκα

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    παλιογύναικο
  • → δείτε τη λέξη παλιογυναίκα
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=παλιογύναικο&oldid=5564272"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Μαΐου 2022, στις 05:32

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Μαΐου 2022, στις 05:32.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie