παλαμοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | παλαμοειδής | η | παλαμοειδής | το | παλαμοειδές |
γενική | του | παλαμοειδούς* | της | παλαμοειδούς | του | παλαμοειδούς |
αιτιατική | τον | παλαμοειδή | την | παλαμοειδή | το | παλαμοειδές |
κλητική | παλαμοειδή(ς) | παλαμοειδής | παλαμοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | παλαμοειδείς | οι | παλαμοειδείς | τα | παλαμοειδή |
γενική | των | παλαμοειδών | των | παλαμοειδών | των | παλαμοειδών |
αιτιατική | τους | παλαμοειδείς | τις | παλαμοειδείς | τα | παλαμοειδή |
κλητική | παλαμοειδείς | παλαμοειδείς | παλαμοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παλαμοειδής < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.la.mo.iˈðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐λα‐μο‐ει‐δής
Επίθετο
επεξεργασίαπαλαμοειδής, -ής, -ές
- που έχει μορφή παλάμης
Μεταφράσεις
επεξεργασία παλαμοειδής
|