παλαιογραφικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παλαιογραφικός < παλαιογραφία
Επίθετο επεξεργασία
παλαιογραφικός -ή -ό
- που αναφέρεται ή ανήκει στην παλαιογραφία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παλαιογραφικός
παλαιογραφικός -ή -ό