Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παλαιογραφικός η παλαιογραφική το παλαιογραφικό
      γενική του παλαιογραφικού της παλαιογραφικής του παλαιογραφικού
    αιτιατική τον παλαιογραφικό την παλαιογραφική το παλαιογραφικό
     κλητική παλαιογραφικέ παλαιογραφική παλαιογραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παλαιογραφικοί οι παλαιογραφικές τα παλαιογραφικά
      γενική των παλαιογραφικών των παλαιογραφικών των παλαιογραφικών
    αιτιατική τους παλαιογραφικούς τις παλαιογραφικές τα παλαιογραφικά
     κλητική παλαιογραφικοί παλαιογραφικές παλαιογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλαιογραφικός < παλαιογραφία

  Επίθετο επεξεργασία

παλαιογραφικός -ή -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία