Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παλαιογραφικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
παλαιογραφικ
ός
η
παλαιογραφικ
ή
το
παλαιογραφικ
ό
γενική
του
παλαιογραφικ
ού
της
παλαιογραφικ
ής
του
παλαιογραφικ
ού
αιτιατική
τον
παλαιογραφικ
ό
την
παλαιογραφικ
ή
το
παλαιογραφικ
ό
κλητική
παλαιογραφικ
έ
παλαιογραφικ
ή
παλαιογραφικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
παλαιογραφικ
οί
οι
παλαιογραφικ
ές
τα
παλαιογραφικ
ά
γενική
των
παλαιογραφικ
ών
των
παλαιογραφικ
ών
των
παλαιογραφικ
ών
αιτιατική
τους
παλαιογραφικ
ούς
τις
παλαιογραφικ
ές
τα
παλαιογραφικ
ά
κλητική
παλαιογραφικ
οί
παλαιογραφικ
ές
παλαιογραφικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
παλαιογραφικός
<
παλαιογραφία
Επίθετο
επεξεργασία
παλαιογραφικός -ή -ό
που αναφέρεται ή ανήκει στην
παλαιογραφία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παλαιογραφικός
αγγλικά
:
palaeographical
(en)