παλαιογράφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παλαιογράφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική paléographe < αρχαία ελληνική παλαιός + γράφω > παλαιο- + -γράφος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαλαιογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (παλαιογραφία) επιστήμονας που ασχολείται με την παλαιογραφία
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παλαιογράφος
|