παλαιογεωγραφικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παλαιογεωγραφικός < παλαιογεωγραφία
Επίθετο επεξεργασία
παλαιογεωγραφικός, -ή, -ό
- σχετικός με την παλαιογεωγραφία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παλαιογεωγραφικός
παλαιογεωγραφικός, -ή, -ό