Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

paléogéographique < paléogéographie

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
paléogéographique paléogéographiques

paléogéographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό