↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πακιστανικός η πακιστανική το πακιστανικό
      γενική του πακιστανικού της πακιστανικής του πακιστανικού
    αιτιατική τον πακιστανικό την πακιστανική το πακιστανικό
     κλητική πακιστανικέ πακιστανική πακιστανικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πακιστανικοί οι πακιστανικές τα πακιστανικά
      γενική των πακιστανικών των πακιστανικών των πακιστανικών
    αιτιατική τους πακιστανικούς τις πακιστανικές τα πακιστανικά
     κλητική πακιστανικοί πακιστανικές πακιστανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πακιστανικός < Πακιστάν + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

πακιστανικός, -ή, -ό

  • σχετικός με το Πακιστάν και τους Πακιστανούς

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία