Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / παιδοποιός τὸ παιδοποιόν
      γενική τοῦ/τῆς παιδοποιοῦ τοῦ παιδοποιοῦ
      δοτική τῷ/τῇ παιδοποι τῷ παιδοποι
    αιτιατική τὸν/τὴν παιδοποιόν τὸ παιδοποιόν
     κλητική ! παιδοποιέ παιδοποιόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ παιδοποιοί τὰ παιδοποιᾰ́
      γενική τῶν παιδοποιῶν τῶν παιδοποιῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς παιδοποιοῖς τοῖς παιδοποιοῖς
    αιτιατική τοὺς/τὰς παιδοποιούς τὰ παιδοποιᾰ́
     κλητική ! παιδοποιοί παιδοποιᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ παιδοποιώ τὼ παιδοποιώ
      γεν-δοτ τοῖν παιδοποιοῖν τοῖν παιδοποιοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παιδοποιός < (παῖς) παιδο- + -ποιός (ποιέω)

  Επίθετο επεξεργασία

παιδοποιός, -ός, -όν

  1. που κάνει παιδιά
  2. παραγωγικός

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε και τις λέξεις παῖς και ποιέω

  Πηγές επεξεργασία