παιδοποιώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παιδοποιώ < αρχαία ελληνική παιδοποιέω / παιδοποιῶ < παῖς + ποιέω / ποιῶ
Ρήμα επεξεργασία
παιδοποιώ
Συγγενικά επεξεργασία
- παιδοποίηση
- παιδοποιία
- → δείτε τις λέξεις παιδί και ποιώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
παιδοποιώ
|