Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παιδοποίηση οι παιδοποιήσεις
      γενική της παιδοποίησης* των παιδοποιήσεων
    αιτιατική την παιδοποίηση τις παιδοποιήσεις
     κλητική παιδοποίηση παιδοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παιδοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παιδοποίηση < αρχαία ελληνική παιδοποίησις[1] < παιδοποιέω / παιδοποιῶ < παῖς + ποιέω / ποιῶ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παιδοποίηση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. παιδοποίησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.