Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η παιδοκαρδιολόγος οι παιδοκαρδιολόγοι
      γενική του/της παιδοκαρδιολόγου των παιδοκαρδιολόγων
    αιτιατική τον/την παιδοκαρδιολόγο τους/τις παιδοκαρδιολόγους
     κλητική παιδοκαρδιολόγε παιδοκαρδιολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παιδοκαρδιολόγος < παιδο- + καρδιολόγος (< καρδιο- + -λόγος)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.ðo.kaɾ.ði.oˈlo.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παι‐δο‐καρ‐δι‐ο‐λό‐γος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παιδοκαρδιολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr