παιδιακίστικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παιδιακίστικος < παιδιακ-ίζω + -ίστικος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pe.ðʝaˈci.sti.kos/
Επίθετο επεξεργασία
παιδιακίστικος, -η, -ο
- για συμπεριφορά που μοιάζει με μικρού παιδιού, αλλά δεν ταιριάζει στο άτομο που την υιοθετεί
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παιδιακίστικος
→ δείτε τη λέξη παιδιάστικος |