παιγνιοθεωρητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
παιγνιοθεωρητικός
- που σχετίζεται ή/και αφορά την θεωρία παιγνίων
Ουσιαστικό επεξεργασία
παιγνιοθεωρητικός αρσενικό
- (μαθηματικά) μαθηματικός με αντικείμενο μελέτης την θεωρία παιγνίων