Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παζαριάτικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
παζαριάτικ
ος
η
παζαριάτικ
η
το
παζαριάτικ
ο
γενική
του
παζαριάτικ
ου
της
παζαριάτικ
ης
του
παζαριάτικ
ου
αιτιατική
τον
παζαριάτικ
ο
την
παζαριάτικ
η
το
παζαριάτικ
ο
κλητική
παζαριάτικ
ε
παζαριάτικ
η
παζαριάτικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
παζαριάτικ
οι
οι
παζαριάτικ
ες
τα
παζαριάτικ
α
γενική
των
παζαριάτικ
ων
των
παζαριάτικ
ων
των
παζαριάτικ
ων
αιτιατική
τους
παζαριάτικ
ους
τις
παζαριάτικ
ες
τα
παζαριάτικ
α
κλητική
παζαριάτικ
οι
παζαριάτικ
ες
παζαριάτικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
παζαριάτικος
<
παζάρι
+
-ιάτικος
Επίθετο
επεξεργασία
παζαριάτικος
παζαρίσιος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παζαριάτικος
→
δείτε
τη λέξη
παζαρίσιος