παζαριάτικων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπαζαριάτικων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του παζαριάτικος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του παζαριάτικος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του παζαριάτικος