Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παγοποιείο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
παγοποιεί
ο
τα
παγοποιεί
α
γενική
του
παγοποιεί
ου
των
παγοποιεί
ων
αιτιατική
το
παγοποιεί
ο
τα
παγοποιεί
α
κλητική
παγοποιεί
ο
παγοποιεί
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
παγοποιείο
<
πάγος
+
-ο-
+
-ποιείο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παγοποιείο
ουδέτερο
ο
χώρος
όπου παράγεται με βιομηχανικό τρόπο
τεχνητός
πάγος
Συνώνυμα
επεξεργασία
παγοποιία
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
παγοποιός
,
πάγος
και
ποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παγοποιείο