παγοποιός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπαγοποιός αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- αποπαγοποιώ
- παγοποιείο
- παγοποιητικός
- παγοποιία
- παγοποιώ
- → δείτε τις λέξεις πάγος και ποιώ
παγοποιός αρσενικό ή θηλυκό