Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παγκορινθιακός η παγκορινθιακή το παγκορινθιακό
      γενική του παγκορινθιακού της παγκορινθιακής του παγκορινθιακού
    αιτιατική τον παγκορινθιακό την παγκορινθιακή το παγκορινθιακό
     κλητική παγκορινθιακέ παγκορινθιακή παγκορινθιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παγκορινθιακοί οι παγκορινθιακές τα παγκορινθιακά
      γενική των παγκορινθιακών των παγκορινθιακών των παγκορινθιακών
    αιτιατική τους παγκορινθιακούς τις παγκορινθιακές τα παγκορινθιακά
     κλητική παγκορινθιακοί παγκορινθιακές παγκορινθιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παγκορινθιακός < παν- + κορινθιακός

  Επίθετο επεξεργασία

παγκορινθιακός

  • ο σχετικός με ολόκληρη την Κορινθία, ή με όλα τα μέρη της Κορινθίας

  Μεταφράσεις επεξεργασία