παγκορινθιακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παγκορινθιακός < παν- + κορινθιακός
Επίθετο επεξεργασία
παγκορινθιακός
- ο σχετικός με ολόκληρη την Κορινθία, ή με όλα τα μέρη της Κορινθίας
Μεταφράσεις επεξεργασία
παγκορινθιακός
|