Δείτε επίσης: πείρα, πυρά
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πήρ αἱ πῆραι
      γενική τῆς πήρᾱς τῶν πηρῶν
      δοτική τῇ πήρ ταῖς πήραις
    αιτιατική τὴν πήρᾱν τὰς πήρᾱς
     κλητική ! πήρ πῆραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πήρ
γεν-δοτ τοῖν  πήραιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πήρα θηλυκό (και ιωνικός τύπος πήρη)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία