πήρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπήρα
- α΄ πρόσωπο ενικού ενεργητικού αορίστου του παίρνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πήρᾱ | αἱ | πῆραι |
γενική | τῆς | πήρᾱς | τῶν | πηρῶν |
δοτική | τῇ | πήρᾳ | ταῖς | πήραις |
αιτιατική | τὴν | πήρᾱν | τὰς | πήρᾱς |
κλητική ὦ! | πήρᾱ | πῆραι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πήρᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πήραιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πήρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπήρα θηλυκό (και ιωνικός τύπος πήρη)
- δισάκι, γυλιός, σακίδιο, σακούλι, πορτοφόλι
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 13 (ν. Ὀδυσσέως ἀπόπλους παρὰ Φαιάκων καὶ ἄφιξις εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 437-438
- δῶκε δέ οἱ σκῆπτρον καὶ ἀεικέα πήρην, / πυκνὰ ῥωγαλέην
- → λείπει η μετάφραση
- δῶκε δέ οἱ σκῆπτρον καὶ ἀεικέα πήρην, / πυκνὰ ῥωγαλέην
- ※ 5ος αιώνας πκε Αριστοφάνης, Πλούτος, 298 perseus.tufts.edu (388 πκε
- πήραν ἔχοντα λάχανά τ᾽ ἄγρια δροσερά
- ※ 4ος αιώνας πκε Θεμίστιος, Themistii orationes quae supersunt books.google
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 13 (ν. Ὀδυσσέως ἀπόπλους παρὰ Φαιάκων καὶ ἄφιξις εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 437-438
- :: Σοφὸς γὰρ ἦν Αἴσωπος ὁ μυθοποιός, ὃς ἔφη τοὺς ἀνθρώπους δύο πήρας ἕκαστον φέρειν, τὴν μὲν ἔμπροσθεν, τὴν δὲ ὄπισθεν. Γέμειν δὲ κακῶν ἑκατέραν, ἀλλὰ τὴν μὲν ἔμπροσθεν τῶν ἀλλοτρίων, τὴν δὲ ὄπισθεν τῶν αὐτοῦ τοῦ φέροντος. Καὶ διὰ τοῦτο οἱ ἄνθρωποι τὰ μὲν ἐξ αὐτῶν κακὰ οὐχ ὁρῶσι, τὰ δὲ ἀλλότρια πάνυ ἀκριβῶς θεῶνται
Συγγενικά
επεξεργασίαΔε συνδέεται το πηρός.
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πήρα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πήρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.