οἰσοφάγος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | οἰσοφάγος | οἱ | οἰσοφάγοι |
γενική | τοῦ | οἰσοφάγου | τῶν | οἰσοφάγων |
δοτική | τῷ | οἰσοφάγῳ | τοῖς | οἰσοφάγοις |
αιτιατική | τὸν | οἰσοφάγον | τοὺς | οἰσοφάγους |
κλητική ὦ! | οἰσοφάγε | οἰσοφάγοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | οἰσοφάγω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | οἰσοφάγοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαοἰσοφάγος αρσενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- ακκαδική ? (šērritu) (με την ίδια κυριολεκτική σημασία: αυτό που μεταφέρει προς τα κάτω)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ οισοφάγος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Με σχόλιο:- ※ «Η μορφολογία τήςsic λέξεως δηλώνει ότι μάλλον πλάστηκε από γιατρό, προκειμένου να δηλώσει το όργανο που μεταφέρει την τροφή (στο στομάχι). Ας σημειωθεί το ακκαδ. šērritu (αυτό που οδηγεί προς τα κάτω - οισοφάγος).
Πηγές
επεξεργασία- οἰσοφάγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.