Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική οἰσοφάγος οἱ οἰσοφάγοι
      γενική τοῦ οἰσοφάγου τῶν οἰσοφάγων
      δοτική τῷ οἰσοφάγ τοῖς οἰσοφάγοις
    αιτιατική τὸν οἰσοφάγον τοὺς οἰσοφάγους
     κλητική ! οἰσοφάγε οἰσοφάγοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  οἰσοφάγω
γεν-δοτ τοῖν  οἰσοφάγοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οἰσοφάγος < οἰσο- (< οἴσω, μέλλοντας του φέρω)[1] + -φάγος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οἰσοφάγος αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • ακκαδική ? (šērritu) (με την ίδια κυριολεκτική σημασία: αυτό που μεταφέρει προς τα κάτω)

  Αναφορές επεξεργασία

  1. οισοφάγος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
    Με σχόλιο:
    ※  «Η μορφολογία τήςsic λέξεως δηλώνει ότι μάλλον πλάστηκε από γιατρό, προκειμένου να δηλώσει το όργανο που μεταφέρει την τροφή (στο στομάχι). Ας σημειωθεί το ακκαδ. šērritu (αυτό που οδηγεί προς τα κάτω - οισοφάγος).

  Πηγές επεξεργασία