ούλτιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ούλτιμος | η | ούλτιμη | το | ούλτιμο |
γενική | του | ούλτιμου | της | ούλτιμης | του | ούλτιμου |
αιτιατική | τον | ούλτιμο | την | ούλτιμη | το | ούλτιμο |
κλητική | ούλτιμε | ούλτιμη | ούλτιμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ούλτιμοι | οι | ούλτιμες | τα | ούλτιμα |
γενική | των | ούλτιμων | των | ούλτιμων | των | ούλτιμων |
αιτιατική | τους | ούλτιμους | τις | ούλτιμες | τα | ούλτιμα |
κλητική | ούλτιμοι | ούλτιμες | ούλτιμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈul.ti.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ούλ‐τι‐μος
Επίθετο
επεξεργασίαούλτιμος, -η, -ο
- (ιδιωματικό) τελευταίος
- ※ Ο Γιούγκερμαν παραδέχτηκε ενδόμηχα πως το ποσό ήταν πολύ καλό. Έκανε όμως ένα ούλτιμο κόλπο.
- Μ. Καραγάτσης, Γιούγκερμαν, 1938-1941
- ※ Είτα έστρώθη εις το καπηλείον, έκάπνισεν αργά το τσιγάρον του, και διέταξε να του βάλη «το ούλτιμο». Ο κάπηλος του το έβαλεν. Ο μπάρμπα- Νίκας το έρρόφησε.
- Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη, 1896
- ※ Ο Γιούγκερμαν παραδέχτηκε ενδόμηχα πως το ποσό ήταν πολύ καλό. Έκανε όμως ένα ούλτιμο κόλπο.
Μεταφράσεις
επεξεργασία ούλτιμος
→ δείτε τη λέξη τελευταίος |