↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οψιανός οι οψιανοί
      γενική του οψιανού των οψιανών
    αιτιατική τον οψιανό τους οψιανούς
     κλητική οψιανέ οψιανοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
μαύρος οψιανός

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οψιανός < (άμεσο δάνειο) λατινική obsianus < Obsius, ένας Ρωμαίος που το ανακάλυψε στην Αιθιοπία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.psi.aˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐ψι‐α‐νός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οψιανός αρσενικό ή οψιδιανός

  • (ορυκτολογία) σκληρό, ηφαιστειογενές πέτρωμα που βρίσκεται στην Ελλάδα στη Μήλο και στη Νίσυρο και χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική εποχή για κατασκευή λεπίδων και συνεχίστηκε μέχρι και το 19ο αιώνα.

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία