οφιόδηκτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οφιόδηκτος < ελληνιστική κοινή ὀφιόδηκτος
Επίθετο
επεξεργασίαοφιόδηκτος, -η, -ο
- (αρχαιοπρεπές) που τον έχει τσιμπήσει φίδι, που τον έχει δαγκώσει
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οφιόδηκτος
|