Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οφθαλμοσκοπικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
οφθαλμοσκοπικ
ός
η
οφθαλμοσκοπικ
ή
το
οφθαλμοσκοπικ
ό
γενική
του
οφθαλμοσκοπικ
ού
της
οφθαλμοσκοπικ
ής
του
οφθαλμοσκοπικ
ού
αιτιατική
τον
οφθαλμοσκοπικ
ό
την
οφθαλμοσκοπικ
ή
το
οφθαλμοσκοπικ
ό
κλητική
οφθαλμοσκοπικ
έ
οφθαλμοσκοπικ
ή
οφθαλμοσκοπικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
οφθαλμοσκοπικ
οί
οι
οφθαλμοσκοπικ
ές
τα
οφθαλμοσκοπικ
ά
γενική
των
οφθαλμοσκοπικ
ών
των
οφθαλμοσκοπικ
ών
των
οφθαλμοσκοπικ
ών
αιτιατική
τους
οφθαλμοσκοπικ
ούς
τις
οφθαλμοσκοπικ
ές
τα
οφθαλμοσκοπικ
ά
κλητική
οφθαλμοσκοπικ
οί
οφθαλμοσκοπικ
ές
οφθαλμοσκοπικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
οφθαλμοσκοπικός
<
οφθαλμοσκοπία
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
οφθαλμοσκοπικός
σχετικός με την
οφθαλμοσκόπηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οφθαλμοσκοπικός
γαλλικά
:
ophtalmoscopique
(fr)