ουρητηρολιθοτριψία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ουρητηρολιθοτριψία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ureterolithotripsy < αρχαία ελληνική οὐρητήρ + λίθος + τρῖψις (τρίβω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαουρητηρολιθοτριψία θηλυκό
- (ιατρική) ιατρική επέμβαση για τη διάσπαση και την επακόλουθη αφαίρεση «λίθων» που υπάρχουν στον ουρητήρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ουρητηρολιθοτριψία