Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ουρανογραφικός η ουρανογραφική το ουρανογραφικό
      γενική του ουρανογραφικού της ουρανογραφικής του ουρανογραφικού
    αιτιατική τον ουρανογραφικό την ουρανογραφική το ουρανογραφικό
     κλητική ουρανογραφικέ ουρανογραφική ουρανογραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ουρανογραφικοί οι ουρανογραφικές τα ουρανογραφικά
      γενική των ουρανογραφικών των ουρανογραφικών των ουρανογραφικών
    αιτιατική τους ουρανογραφικούς τις ουρανογραφικές τα ουρανογραφικά
     κλητική ουρανογραφικοί ουρανογραφικές ουρανογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ουρανογραφικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ουρανογραφικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία