uranographique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /y.ʁa.nɔ.ɡʁa.fik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
uranographique | uranographiques |
uranographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
uranographique | uranographiques |
uranographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό