ουνιτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαουνιτικός, -ή, -ό
- σχετικός με τους ουνίτες ή την ουνία
- ⮡ η ουνιτική εκκλησία της Αθήνας είναι μικρή, έχοντας μόνο τρείς ενορίες, με έξι χιλιάδες πιστούς
ουνιτικός, -ή, -ό