ορτός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ορτός | η | ορτή | το | ορτό |
γενική | του | ορτού | της | ορτής | του | ορτού |
αιτιατική | τον | ορτό | την | ορτή | το | ορτό |
κλητική | ορτέ | ορτή | ορτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ορτοί | οι | ορτές | τα | ορτά |
γενική | των | ορτών | των | ορτών | των | ορτών |
αιτιατική | τους | ορτούς | τις | ορτές | τα | ορτά |
κλητική | ορτοί | ορτές | ορτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ορτός < μεσαιωνική ελληνική ορτός[1] < αρχαία ελληνική ὀρθός
Επίθετο επεξεργασία
ορτός
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του ορθός
Μεταφράσεις επεξεργασία
ορτός
|
- ↑ ορτός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].