Δείτε επίσης: ὀρνιθοειδής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορνιθοειδής η ορνιθοειδής το ορνιθοειδές
      γενική του ορνιθοειδούς* της ορνιθοειδούς του ορνιθοειδούς
    αιτιατική τον ορνιθοειδή την ορνιθοειδή το ορνιθοειδές
     κλητική ορνιθοειδή(ς) ορνιθοειδής ορνιθοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορνιθοειδείς οι ορνιθοειδείς τα ορνιθοειδή
      γενική των ορνιθοειδών των ορνιθοειδών των ορνιθοειδών
    αιτιατική τους ορνιθοειδείς τις ορνιθοειδείς τα ορνιθοειδή
     κλητική ορνιθοειδείς ορνιθοειδείς ορνιθοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορνιθοειδής < ελληνιστική κοινή ὀρνιθοειδής

  Επίθετο επεξεργασία

ορνιθοειδής

  1. (αρχαιοπρεπές) που μοιάζει με πουλί
  2. (αρχαιοπρεπές) που μοιάζει με όρνιθα

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία