ορνιθοειδής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ορνιθοειδής | η | ορνιθοειδής | το | ορνιθοειδές |
γενική | του | ορνιθοειδούς* | της | ορνιθοειδούς | του | ορνιθοειδούς |
αιτιατική | τον | ορνιθοειδή | την | ορνιθοειδή | το | ορνιθοειδές |
κλητική | ορνιθοειδή(ς) | ορνιθοειδής | ορνιθοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ορνιθοειδείς | οι | ορνιθοειδείς | τα | ορνιθοειδή |
γενική | των | ορνιθοειδών | των | ορνιθοειδών | των | ορνιθοειδών |
αιτιατική | τους | ορνιθοειδείς | τις | ορνιθοειδείς | τα | ορνιθοειδή |
κλητική | ορνιθοειδείς | ορνιθοειδείς | ορνιθοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ορνιθοειδής < ελληνιστική κοινή ὀρνιθοειδής
Επίθετο επεξεργασία
ορνιθοειδής
- (αρχαιοπρεπές) που μοιάζει με πουλί
- (αρχαιοπρεπές) που μοιάζει με όρνιθα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ορνιθοειδής
|