↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορκωτικός η ορκωτική το ορκωτικό
      γενική του ορκωτικού της ορκωτικής του ορκωτικού
    αιτιατική τον ορκωτικό την ορκωτική το ορκωτικό
     κλητική ορκωτικέ ορκωτική ορκωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορκωτικοί οι ορκωτικές τα ορκωτικά
      γενική των ορκωτικών των ορκωτικών των ορκωτικών
    αιτιατική τους ορκωτικούς τις ορκωτικές τα ορκωτικά
     κλητική ορκωτικοί ορκωτικές ορκωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ορκωτικός < όρκ(ος) + -ωτικός (→ και δείτε τη λέξη ορκωτός) κατά το ομοτικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /oɾ.ko.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ορ‐κω‐τι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

ορκωτικός, -ή, -ό

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία