ορκωτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /oɾ.ko.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ορ‐κω‐τι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαορκωτικός, -ή, -ό
- (γραμματική) που χρησιμεύει για τη δήλωση όρκου ή που δηλώνει όρκο
Εκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ορκωτικός
|