Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορδαλία οι ορδαλίες
      γενική της ορδαλίας των ορδαλιών
    αιτιατική την ορδαλία τις ορδαλίες
     κλητική ορδαλία ορδαλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορδαλία < μεσαιωνική λατινική ordalium (κρίση)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ορδαλία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία