ορδαλία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ορδαλία | οι | ορδαλίες |
γενική | της | ορδαλίας | των | ορδαλιών |
αιτιατική | την | ορδαλία | τις | ορδαλίες |
κλητική | ορδαλία | ορδαλίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ορδαλία < μεσαιωνική λατινική ordalium (κρίση)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ορδαλία θηλυκό
- (νομικός όρος) η θεοδικία, δικαστική κρίση μεταξύ δύο υπόπτων που θεωρούνταν ότι έδειχνε τη θέληση του Θεού και γινόταν με τη δοκιμασία τους στη φωτιά ή το νερό