Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οπτικομετρικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
οπτικομετρικ
ός
η
οπτικομετρικ
ή
το
οπτικομετρικ
ό
γενική
του
οπτικομετρικ
ού
της
οπτικομετρικ
ής
του
οπτικομετρικ
ού
αιτιατική
τον
οπτικομετρικ
ό
την
οπτικομετρικ
ή
το
οπτικομετρικ
ό
κλητική
οπτικομετρικ
έ
οπτικομετρικ
ή
οπτικομετρικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
οπτικομετρικ
οί
οι
οπτικομετρικ
ές
τα
οπτικομετρικ
ά
γενική
των
οπτικομετρικ
ών
των
οπτικομετρικ
ών
των
οπτικομετρικ
ών
αιτιατική
τους
οπτικομετρικ
ούς
τις
οπτικομετρικ
ές
τα
οπτικομετρικ
ά
κλητική
οπτικομετρικ
οί
οπτικομετρικ
ές
οπτικομετρικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
οπτικομετρικός
<
οπτικομετρία
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
οπτικομετρικός
άλλη μορφή
του
οπτομετρικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οπτικομετρικός
→
δείτε
τη λέξη
οπτομετρικός