Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οπαλιοειδής η οπαλιοειδής το οπαλιοειδές
      γενική του οπαλιοειδούς* της οπαλιοειδούς του οπαλιοειδούς
    αιτιατική τον οπαλιοειδή την οπαλιοειδή το οπαλιοειδές
     κλητική οπαλιοειδή(ς) οπαλιοειδής οπαλιοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οπαλιοειδείς οι οπαλιοειδείς τα οπαλιοειδή
      γενική των οπαλιοειδών των οπαλιοειδών των οπαλιοειδών
    αιτιατική τους οπαλιοειδείς τις οπαλιοειδείς τα οπαλιοειδή
     κλητική οπαλιοειδείς οπαλιοειδείς οπαλιοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

οπαλιοειδής < οπάλιο + -ειδής

  Επίθετο επεξεργασία

οπαλιοειδής

  Μεταφράσεις επεξεργασία