οξύφυλλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οξύφυλλος < ελληνιστική κοινή ὀξύφυλλος, μορφολογικά αναλύεται οξύ- + -φυλλος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /oˈksi.fi.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ξύ‐φυλ‐λος
Επίθετο
επεξεργασίαοξύφυλλος, -η, -ο
- (βοτανική) που έχει φύλλα με αιχμηρές άκρες
Μεταφράσεις
επεξεργασία οξύφυλλος
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)