οξύμαχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | οξύμαχος | η | οξύμαχη | το | οξύμαχο |
γενική | του | οξύμαχου | της | οξύμαχης | του | οξύμαχου |
αιτιατική | τον | οξύμαχο | την | οξύμαχη | το | οξύμαχο |
κλητική | οξύμαχε | οξύμαχη | οξύμαχο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | οξύμαχοι | οι | οξύμαχες | τα | οξύμαχα |
γενική | των | οξύμαχων | των | οξύμαχων | των | οξύμαχων |
αιτιατική | τους | οξύμαχους | τις | οξύμαχες | τα | οξύμαχα |
κλητική | οξύμαχοι | οξύμαχες | οξύμαχα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαοξύμαχος, -η, -ο
- (τεχνολογία) που παρουσιάζει αντίσταση στα οξέα, που τα αντέχει
Πηγές
επεξεργασία- οξύμαχος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία οξύμαχος
|