ονειρωκτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία el επεξεργασία
ονειρωκτικός, -ή, -ό < ονείρωξη + -ικός, -ική, -ικό
Επίθετο επεξεργασία
ονειρωκτικός (el)
- οτιδήποτε σχετίζεται με ονείρωξη
- ονειρωκτικός ύπνος
- ονειρωκτικός λεκές στο σεντόνι
- (μεταφορικά) ο φλωρομαλ κας, ο ξενέρωτος
- ο παθητικά-άεργα σφάλλων, ο σφάλλων λόγω αεργίας-αδράνειας