Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ομπρελωτός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ομπρελωτ
ός
η
ομπρελωτ
ή
το
ομπρελωτ
ό
γενική
του
ομπρελωτ
ού
της
ομπρελωτ
ής
του
ομπρελωτ
ού
αιτιατική
τον
ομπρελωτ
ό
την
ομπρελωτ
ή
το
ομπρελωτ
ό
κλητική
ομπρελωτ
έ
ομπρελωτ
ή
ομπρελωτ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ομπρελωτ
οί
οι
ομπρελωτ
ές
τα
ομπρελωτ
ά
γενική
των
ομπρελωτ
ών
των
ομπρελωτ
ών
των
ομπρελωτ
ών
αιτιατική
τους
ομπρελωτ
ούς
τις
ομπρελωτ
ές
τα
ομπρελωτ
ά
κλητική
ομπρελωτ
οί
ομπρελωτ
ές
ομπρελωτ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ομπρελωτός
<
ομπρέλα
+
-ωτός
Επίθετο
επεξεργασία
ομπρελωτός
που έχει το
σχήμα
ομπρέλας
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
ομπρέλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ομπρελωτός